- ολιγοστεύω
- 1. μετ. уменьшать, сокращать, снижать;2. αμετ. уменьшаться, сокращаться, снижаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολιγοστεύω — βλ. λιγοστεύω … Dictionary of Greek
ολιγοστεύω — βλ. λιγοστεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγοστεύω — και ολιγοστεύω 1. ελαττώνω, μειώνω κάτι («λιγόστεψα το φαγητό γιατί πάχυνα») 2. γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι σε μέγεθος ή ποσότητα («όσο πάνε και λιγοστεύουν τα λεφτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοστεύω < ολιγοστεύω < ολιγοστός] … Dictionary of Greek